- φοινικάρχια
- φοινῑκάρχ-ια, ἡ,A his office, Cod.Just.5.27.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικαρχία — ἡ, Μ [φοινικάρχης] το αξίωμα τού φοινικάρχη … Dictionary of Greek